- συλλέκτων
- σύλλεκτοςgatheredmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
βρετανικό μέταλλο — (britannia metal). Κράμα κασσίτερου και μολύβδου (συνήθως ένα μέρος μολύβδου με δέκα κασσίτερου). Ήταν γνωστό στην αρχαιότητα, αλλά μόνο μετά τον 15ο αι. άρχισαν να κατασκευάζονται –εκτός από τα κοινά μαγειρικά ή επιτραπέζια σκεύη– και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μακεδονικό — Το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα λειτουργεί από το 1992 σ’ ένα περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (Εγνατίας 154), που παραχωρήθηκε στο σωματείο Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης για να στεγάζει την πλούσια συλλογή του. Από… … Dictionary of Greek
παλαιοσιβηρική φυλή — Ομάδα πληθυσμών που αποτελούν υπόλειμμα των προμογγολικών γενών της κεντρικής και βόρειας Ασίας· σήμερα απαντάται στο σιβηρικό τμήμα της ασιατικής ηπείρου, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Τσούκτσους, Σαμογέτες, Ορόκους και Γενισεϊανούς. Τα χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek